ράντζο

ράντζο
(I)
και ράτζο, το, και ράτζος, ο, Ν
πτυσσόμενο, φορητό κρεββάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. rancho].
————————
(II)
και ράτζο και ράντσο, το, Ν
αγρόκτημα με αγροτική κατοικία στην Αμερική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. rancho «μικρή φάρμα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ράντζο — το 1. φορητό κρεβάτι που διπλώνει. 2. αγρόκτημα στην Αμερική …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ερκμάν-Σατριάν — (Érckmann Chatrian). Όνομα με το οποίο υπέγραφαν τα έργα που έγραφαν μαζί δύο Γάλλοι συγγραφείς αλσατικής καταγωγής: ο Εμίλ Ερκμάν (Emile Erckmann, Φάλσμπουργκ, Μερτ 1822 – Λινεβίλ 1899) και ο Αλεξάντρ Σατριάν (Alexandre Chatrian, Σολντάτενταλ,… …   Dictionary of Greek

  • ράντσο — το, Ν βλ. ράντζο (II) …   Dictionary of Greek

  • ράτζο — το, Ν βλ. ράντζο (Ι) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”